Το υπουργείο Παιδείας μεταφέρει την ευθύνη για την αντιμετώπιση του «φαινομένου» στους εκπαιδευτικούς και στους διευθυντές των σχολικών μονάδων. ● Ομως, αυτό που λείπει είναι μέτρα ώστε το σχολείο να γίνει πιο ανθρώπινο και ελκυστικό για τους εφήβους.
Ησχολική εκπαίδευση γέµισε με λογής λογής ψηφιακές πλατφόρµες τα τελευταία χρόνια. Μετά την πλατφόρμα τηλεκπαίδευσης (2019) και την πλατφόρμα αυτοαξιολόγησης (2020) ήρθαν η πλατφόρμα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών (2021), η πλατφόρμα για την ηλεκτρονική καταχώριση βιογραφικών στοιχείων των αξιολογούμενων (2021), η πλατφόρμα για τις αποτιμήσεις του αξιολογητή και η πλατφόρμα για την αξιολόγηση των στελεχών εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών (2022 και 2023) και «τράβα κορδέλα».
Τις προηγούμενες μέρες η υφυπουργός Παιδείας Δόμνα Μιχαηλίδου μίλησε αναλυτικά για τη νέα ψηφιακή εκπαιδευτική πλατφόρµα καταγραφής καταγγελιών για περιστατικά βίας σε βάρος παιδιών και εφήβων στον σχολικό χώρο, που θα τεθεί σε λειτουργία μέσα στον μήνα που τρέχει. Σε αυτή την πλατφόρµα καταγγελιών, οι μαθητές θα μπορούν να αναφέρουν περιστατικά βίας επώνυµα ή ανώνυµα, ενώ οι γονείς µόνο επώνυµα.
Τα πρωτόκολλα
Αποδέκτες των αναφορών θα είναι δύο ομάδες: Η πρώτη ομάδα, όσον αφορά τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, θα αποτελείται από τον διευθυντή της σχολικής μονάδας και τον σύμβουλο σχολικής ζωής και όσον αφορά την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, θα απαρτίζεται από τον διευθυντή της σχολικής μονάδας και έναν επιμορφωμένο εκπαιδευτικό.
Η δεύτερη ομάδα που θα επεξεργάζεται την αναφορά θα είναι μια τετραμελής επιτροπή σε κάθε Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας ή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης ώστε «να μη γίνεται συγκάλυψη του περιστατικού από τη σχολική κοινότητα».
Μετά, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα του περιστατικού θα ακολουθείται και το αντίστοιχο πρωτόκολλο το οποίο μπορεί να σημαίνει από ενδοσχολική αντιμετώπιση μέχρι παραπομπή στην αστυνομία ή εισαγγελία ή ακόμα και σε ΕΔΕ (Ενορκη Διοικητική Εξέταση) στην περίπτωση που εμπλέκεται εκπαιδευτικός.
Πριν εκτιμήσουμε τη νέα αυτή παρέμβαση του υπουργείου Παιδείας, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το πολυσύνθετο και πολυπαραγοντικό κοινωνικό φαινόµενο του σχολικού εκφοβισµού έχει υπεισέλθει στις τάξεις των σχολείων και ταλανίζει µε τη σοβαρότητά του και τις ποικίλες αρνητικές επιπτώσεις του τη σχολική ζωή. «Το τελευταίο διάστημα συλλάβαμε 1.300 ανήλικους! Το ζήτημα είναι εκπαιδευτικό, είναι κοινωνικό, αφορά την οικογένεια», είπε την Τρίτη 7/11 ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Γιάννης Οικονόμου στη Βουλή.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι υπαρκτό, όχι νέο, αλλά σίγουρα σε έξαρση. Ωστόσο το υπουργείο παρακάμπτει βασικά ζητήματα που σχετίζονται με την «ενδοσχολική βία» και ουσιαστικά θέτει εξ αρχής το αντικείμενο σε λάθος βάση. Οπως σωστά επισημαίνει ο εκπαιδευτικός Απόστολος Νικολόπουλος, εστιάζει στις διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις, ενώ αυτές τροφοδοτούνται από παράγοντες που προκύπτουν από το υπάρχον σύστημα της εκμετάλλευσης και του ανταγωνισμού που κυριαρχεί στην κοινωνία και αντανακλά στον σχολικό χώρο.
Σοβαρές επιφυλάξεις
«Ξεχνιούνται» δηλαδή το βάθεμα των κοινωνικών ανισοτήτων, η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, η εκτεταμένη ανεργία και μισοαπασχόληση, το συμφεροντολογικό πνεύμα στις κοινωνικές σχέσεις, ο σκληρός ανταγωνισμός. Αυτά έχουν άμεση επίδραση στους νέους από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα και στις οικογένειές τους, προκαλούν αφόρητη πίεση και αδιέξοδα και εκφράζονται εκρηκτικά, ωθώντας προς τη βία.
Παράλληλα, δίκαια στην εκπαιδευτική κοινότητα υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την εφαρµογή και αποτελεσµατικότητα του µέτρου, καθώς έχει χαρακτηριστικά που ενδέχεται να δηµιουργήσουν σοβαρά προβλήµατα. Το υπουργείο, απλά, για ακόμα μία φορά μεταφέρει την ευθύνη στους εκπαιδευτικούς και στους διευθυντές των σχολικών μονάδων, χωρίς μάλιστα να προβλέπει καμία απολύτως ελάφρυνση του διδακτικού ωραρίου αυτών που θα αναλάβουν αυτή την πολύ δύσκολη διαδικασία.
Πού θα βρεθεί, αλήθεια, ο επιπλέον χρόνος που θα πρέπει να αφιερωθεί στο συγκεκριμένο ζήτημα, με τον τεράστιο γραφειοκρατικό όγκο που συσσωρεύεται καθημερινά στις σχολικές μονάδες; Μάλιστα δεν υπάρχει κάποια μέριμνα νομικής διασφάλισης των εκπαιδευτικών (διευθυντής σχολείου και αρμόδιος εκπαιδευτικός), οι οποίοι κινδυνεύουν να εμπλακούν σε δικαστικές περιπέτειες στην προσπάθειά τους να επιτελέσουν το έργο τους.
Επειτα, είναι φανερό ότι κανείς δεν θα μπορεί να προστατευτεί από ενδεχόμενες ψευδείς αναφορές, για διάφορους λόγους (προσωπικές αντιπαραθέσεις, αντιπάθειες κ.λπ.). Πολύ μεγάλος είναι και ο κίνδυνος ψευδών αναφορών για σοβαρά ζητήματα, τα οποία θα χρειάζονται την παρέμβαση εισαγγελέα και μέχρι να διερευνηθούν θα οδηγούν τους εκπαιδευτικούς σε αυτοδίκαιη αργία.
Δηλώνουν επίσης ότι, όπως φαίνεται, αρχικά από τον νόμο δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για έναν πρώτο έλεγχο των καταγγελιών σε επίπεδο υπουργείου Παιδείας, από αρμόδιους εξειδικευμένους επιστήμονες, ώστε οι εμφανώς αστήρικτες, ατεκμηρίωτες και οφθαλμοφανώς εμπαθείς να μη διοχετεύονται στις σχολικές μονάδες, δημιουργώντας χωρίς λόγο εντάσεις, ανησυχία και αχρείαστη γραφειοκρατία.
Η ύπαρξη ψηφιακής πλατφόρμας για καταγγελίες δεν θα συμβάλει ώστε να υπάρχει ένα κλίμα εμπιστοσύνης στη σχολική κοινότητα. Αντίθετα, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να οδηγήσει σε καταστάσεις «κανιβαλισμού». Αυτό που λείπει σήμερα από τη σχολική ζωή δεν είναι μια ψηφιακή πλατφόρμα καταγγελίας, αλλά τα μέτρα στήριξης.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Τσιριγώτης μάς θυμίζει ότι στις ΗΠΑ όλα ξεκίνησαν το 1999 με ένα τραγικό γεγονός που έλαβε χώρα σε ένα σχολείο του Κολοράντο (Columbine High School). Δύο μαθητές δολοφόνησαν εν ψυχρώ 13 συμμαθητές τους μέσα στο σχολείο, προτού αυτοκτονήσουν.
Αυτό προκάλεσε την τρομοκράτηση της αμερικανικής κοινής γνώμης η οποία επέφερε την ψήφιση νόμων που αφορούν το σχολικό μπούλινγκ με σύνθημα τη μηδενική ανοχή (zero tolerance) και με σκοπό να μην υπάρξουν άλλα θύματα του μπούλινγκ. Ομως, χρόνια μετά αυτή η εκστρατεία του αντι-μπούλινγκ έχει, σύμφωνα με τους ειδικούς, αποτύχει τελείως. Μάλιστα θεωρούν ότι έκανε περισσότερο κακό παρά καλό, αφού η βία στα σχολεία αντί να μειωθεί έχει αυξηθεί.
Οπως πολύ εύστοχα επισημαίνει η εκπαιδευτικός Μαρία Μαράκη, σε κάθε περίπτωση αυτό που λείπει από τη σχολική ζωή δεν είναι ακόµα μία ψηφιακή πλατφόρµα. Λείπουν εκείνα τα ουσιαστικά µέτρα που θα αντιµετωπίσουν το σοβαρό και πολυσύνθετο πρόβληµα της βίας και του εκφοβισµού ολιστικά, µέσα από τη ριζική αναδιάρθρωση των προγραµµάτων σπουδών.
Πρωτίστως λείπουν τα προγράµµατα και οι καινοτόµες δράσεις που θα καλλιεργήσουν το κατάλληλο κλίµα ενσυναίσθησης και συµπερίληψης που απαιτείται και τα οποία θα ενδυναµώσουν τη σχολική ζωή. Πολύτιµο ζητούµενο, το σχολείο να γίνει πιο ανθρώπινο, λιγότερο ανταγωνιστικό και κυρίως ελκυστικό για τα παιδιά και τους εφήβους µας.