Κωνσταντίνα Γογγάκη

Αν. Καθηγήτρια Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Κι εκεί που περιμέναμε τις εξαγγελίες της νέας και ανανεωμένης κυβέρνησης, ήρθε η πανηγυρική ανακοίνωση για το «Καλάθι των μαθητών και των σχολικών ειδών». Τι καινοτομία κι αυτή! Και τι ανακούφιση από το βάρος των σχολικών υποχρεώσεων μιας οικογένειας! Τσάντα, τετράδια, στυλό, μαρκαδόροι, σε φθηνότερες τιμές, συνιστούν μια μεγάλη γενναιοδωρία από την πολιτεία!...

Στο πλαίσιο του συνήθους επιδοματικού εντυπωσιασμού και της μεγαλοστομίας, το καλάθι προβάλλεται σαν σπουδαία παροχή. Δεν αποτελεί, όμως, παρά μια ανεπαίσθητη και ασήμαντη αμυχή στο γεμάτο ουλές σώμα της εκπαίδευσης. Γιατί, αν σκεφτεί κανείς το σύνολο των εξόδων που πρέπει να καταβάλλει μια οικογένεια κάθε χρόνο κατά τη σχολική ζωή του παιδιού της, ο κάλαθος είναι μάλλον «των αχρήστων».

Ας το πρόσφερε, τουλάχιστον, η κυβέρνηση αυτό το μικρής ωφέλειας «καλάθι», εντελώς δωρεάν, σε κάθε μαθητή, με την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Ένα δωράκι στα παιδιά, με δυο-τρία σχολικά είδη, που έτσι, συμβολικά, θα τους ευχόταν καλή χρονιά. Δεν πρόκειται δα και για κάποιο μεγάλο έξοδο. Μπροστά π.χ. στα δημόσια χρήματα που διατέθηκαν γενναιόδωρα από τα ταμεία του κράτους για τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, το ποσό για κάποια σχολικά είδη θα ήταν μηδαμινό, ενώ θα προκαλούσε κι ένα χαμόγελο στη μαθητιώσα νεολαία.

Το να παρουσιάζεται, όμως, το «καλάθι των μαθητών» ως δήθεν επίτευγμα, είναι σαν αλληθωρισμός από τα πραγματικά προβλήματα της παιδείας και από την παραπαιδεία. Έχει μήπως υπολογίσει η κυβέρνηση τα χρήματα που ξοδεύονται για έναν μαθητή, ώσπου να τελειώσει το σχολείο και τις σπουδές του; Έχει συνυπολογίσει το κόστος των φροντιστηρίων, των ιδιαίτερων μαθημάτων, της εξωσχολικής δραστηριότητας - όπου η ξένη γλώσσα, η μουσική, ακόμη και ο αθλητισμός αγοράζονται; Και έχει συνειδητοποιήσει οτι σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν υπάρχει το καθεστώς της παραπαιδείας, το οποίο στην Ελλάδα έχει αναχθεί σε κάτι κοστοβόρο αλλά απαραίτητο;

Για ποιο λόγο, όμως, το παράδοξο και απαράδεκτο ηθικά καθεστώς της παραπαιδείας ακμάζει στη χώρα μας; Η απάντηση είναι: «επειδή η εκπαίδευση στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως κάτι παραπεταμένο στον κάλαθο των αχρήστων». Αντί για μια γενική παιδεία που να εξάπτει τις συνειδήσεις με αρχές, κριτική και γνώση, οι μαθητές διαχωρίζονται στους «επισκέπτες», που φεύγουν απ’ το σχολείο έχοντας μείνει ανέπαφοι από όσες αξίες θα έπρεπε να τους διέπουν. Το δεύτερο είδος μαθητών κυριαρχείται από τον ανταγωνισμό, ο οποίος τους ωθεί σε επιλογές ατομικής σκοπιμότητας.

Καμία από τις δύο κατηγορίες μαθητών δεν εμβαθύνει, και δεν αγαπάει την μάθηση για τη μάθηση. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, εξαρτημένοι από τα πιεστικά δεδομένα μιας ξεπερασμένης μορφής εκπαίδευσης, προσαρμόζονται στο τέλος, και εγκαταλείπονται στην ανέμπνευστη καθημερινότητα. Έτσι, όμως, αντί να λύσουν το πρόβλημα, γίνονται κι οι ίδιοι μέρος του προβλήματος.

Βεβαίως υπάρχουν ποιοτικές εξαιρέσεις, και από πλευράς μαθητών και από τους διδάσκοντες. Αν, όμως, το κυρίαρχο στοιχείο της εκπαίδευσης είναι ο ανταγωνισμός, που αποβλέπει στην επαγγελματική αποκατάσταση, το σχολείο αποδυναμώνεται ως χώρος μάθησης και γίνεται αισθητό ως μια υποχρεωτική βαρεμάρα. Τα φροντιστήρια κι η παραπαιδεία επαγρυπνούν, και αρπάζουν τους μαθητές, όχι για να καλύψουν τη γνώση που δεν προσέλαβαν απ’ το σχολείο, αλλά για να υποδείξουν ως πληροφορία την κρίσιμη ύλη των εξετάσεων. Έτσι, οι μαθητές «κερδίζουν» τον χρόνο που έχασαν στο σχολείο μη παρακολουθώντας τον (βαρετό ενίοτε) καθηγητή, χάνοντας όμως τον ελεύθερο χρόνο τους (Georges Mauco, Phychanalyse et education, 1967).

Στον φαύλο αυτό κύκλο της γενικευμένης και νοσηρής παθητικοποίησης, οι νέοι όχι μόνο δεν αποκτούν κάποια βαθιά γνώση, αλλά θυσιάζουν την εφηβεία και τα καλύτερα χρόνια τους. Θυσιάζονται σε μια εκπαίδευση άνευρη, παρωχημένη, που γυρίζει γύρω-γύρω από τον εαυτό της. Και σε μια χώρα, που παρά την πλούσια της παράδοση, αδυνατεί ν’ αφυπνιστεί και να αφυπνίσει δια της παιδείας, ή να αναγνωρίσει την εκπαίδευση ως πρωταρχική αξία. Η κυβέρνηση, όμως - λες και αλληθωρίζει - δεν βλέπει τίποτα απ’ όλα αυτά, αλλά επικεντρώνεται στο δευτερεύον ή κι οκτεύον - όπως τα κοφίνια με τα σχολικά είδη - εν κενώ ουσίας...

Και ποια είναι η «ουσία», που καλείται η κυβέρνηση να δει, αντί του επουσιώδους; Οι αδυναμίες που προξενεί στους νέους το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, δηλαδή: Μειωμένη κρίση, δυσκολία στην αποτύπωση των σκέψεων, έλλειψη ικανότητας για άρθρωση συνεχούς λόγου, δυσκολία ελέγχου και λογικοποίησης της σκέψης τους χωρίς χάσματα και χωρίς αντιφάσεις, αδυναμία σχηματισμού μη λογικών αφαιρέσεων ή κατανόησης γραπτών κειμένων εκτός από τα υποτυπώδη (Jean-Claude Filloux, Psychanalyse et education: nouveaux reperes? 2003; Κάτσικας-Θεριανός, Η εκπαίδευση της αμάθειας, 2005).

Το σώμα, επομένως, της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, είναι τραυματισμένο, και χρήζει ουσιαστικής και όχι επιφανειακής θεραπείας. Αλλιώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να φτιαχτεί μια κοινωνία που αδυνατεί να αναστοχάζεται τις προϋποθέσεις της κοινωνικής αναπαραγωγής. Λαμβάνοντας υπόψη και τον κατακερματισμένο χρόνο του σύγχρονου ανθρώπου, αυτό σημαίνει την «κατασκευή» μιας κοινωνίας που θα είναι μεν τεχνολογικά υπεραναπτυγμένη, αλλά, ταυτόχρονα, πειθήνια στις προκλήσεις του αχόρταγου υλικού και καταναλωτικού πολιτισμού. Αυτό το εξάμβλωμα θα είναι μια κοινωνία αχόρταγη, συμφεροντολόγα και, ιδίως, αμαθής (Jean-Claude Michea, L'Enseignement de l'ignorance et ses conditions modernes, Paris: Climats, 1999, 2006).

Η παραπάνω εκδοχή δεν συνιστά, παρά την περιγραφή ενός ζωντανού εφιάλτη. Μπορούμε, μήπως, όλοι μαζί, ως πολιτεία και ως κοινωνία, ως άτομα και ως σύνολο, να αναλογιστούμε, εγκαίρως, αυτήν την δυστοπική εξέλιξη; Μπορούμε να κατανοήσουμε τον εξαιρετικό ρόλο της εκπαίδευσης προς την διαμόρφωση των συνειδήσεων; Μπορούμε να αναζητήσουμε, να αναλύσουμε και, κυρίως, να αλλάξουμε τους εκπαιδευτικούς, τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς όρους που βρίσκονται στον πυρήνα αυτού του προβλήματος; Μπορούμε να εμβαθύνουμε; Και - πρωτίστως - θέλουμε;