Ολομέλεια Συμβουλίου Επικρατείας
Αντισυνταγματικός ο νόμος Μπαλτά-Κουράκη για την επιλογή των διευθυντών στα σχολεία
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με απόφασή της έκρινε ότι προσκρούει σε σωρεία συνταγματικών διατάξεων ο νέος τρόπος επιλογής των διευθυντών σχολικών μονάδων και εργαστηριακών κέντρων
Αντισυνταγματικό και παράνομο κρίθηκε, σχεδόν ομόφωνα, από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας το νομοθετικό πλαίσιο της τέως ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας (του 2015) επί Αριστείδη Μπαλτά και Τάσου Κουράκη για τον τρόπο επιλογής των διευθυντών των σχολικών μονάδων και εργαστηριακών κέντρων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με πρόεδρο τον Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Δημήτριο Μακρή με την υπ΄ αριθμ. 711/2016 απόφασή της έκρινε ότι προσκρούει σε σωρεία συνταγματικών διατάξεων ο νέος τρόπος επιλογής των διευθυντών σχολικών μονάδων και εργαστηριακών κέντρων που έγινε με το νόμο 4327/2015 επί Κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Αριστείδης Μπαλτάς και αναπληρωτής υπουργός Παιδείας ο Τάσος Κουράκης. Η υπόθεση απασχόλησε στην Ολομέλεια μετά από παραπομπή του Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ (απόφαση 865/2016).
Στο ΣτΕ είχαν προσφύγει η Πανελλήνια Ένωση Διευθυντών Εκπαίδευσης και 57 διευθυντές σχολείων και ζητούσαν να ακυρωθεί:
1) η από 19.5.2015 απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας (εκδόθηκε σε εφαρμογή του νόμου 4327/2015) με την οποία καθορίστηκε η διαδικασία υποβολής αιτήσεων και επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων και εργαστηριακών κέντρων και
2) δύο εγκύκλιοι του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας, με τις οποίες παρέχονται διευκρινήσεις σχετικά με την επιλογή των υποψηφίων διευθυντών.
Με το επίμαχο νόμο 4327/2015 ρυθμίσθηκε εκ νέου η διαδικασία και οι προϋποθέσεις επιλογής και τοποθέτησης στελεχών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ειδικά των διευθυντών σχολικών μονάδων.
Αναγκαίο είναι να διευκρινιστεί ότι σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο «Μπαλτά - Κουράκη» η διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης διευθυντών σχολικών μονάδων διενεργείται με μυστική ψηφοφορία από το Σύλλογο Διδασκόντων της σχολικής μονάδας.
Τώρα, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν, κατ΄ αρχάς, ότι ο νέος τρόπος επιλογής είναι αντίθετος στις συνταγματικές αρχές «της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας» και αυτό γιατί ανατίθεται «η αρμοδιότητα επιλογής στο Σύλλογο Διδασκόντων στον οποίο μετέχουν (αδιακρίτως) όλοι οι υπηρετούντες στην οικεία σχολική μονάδα μόνιμοι και αναπληρωματικοί εκπαιδευτικού και με την διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας».
Όμως, σύμφωνα με τις επίμαχες συνταγματικές αρχές η διοίκηση των σχολικών μονάδων πρέπει «να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίες και αντικειμενικότητας (όπως είναι τα καθιερωμένα υπηρεσιακά συμβούλια διοίκησης) και με διαφανή και αντικειμενική διαδικασία, κατάλληλη για τη διασφάλιση της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής των οριζομένων κριτηρίων και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής της υπηρεσίας».
Ακόμη, σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι με την προβλεπόμενη διαδικασία επιλογής, μέσω του Συλλόγου Διδασκόντων, οι υποψήφιοι «δεν αξιολογούνται με αιτιολογία» και η έλλειψη της αιτιολογίας καθιστά την όλη διαδικασία «αντίθετη στις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας». Παράλληλα δεν καθίσταται γνωστή στους υποψηφίους διευθυντές και ελέγξιμη από τους δικαστές, εν όψει των άρθρων 20 και 95 του Συντάγματος (δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, κ.λπ.).
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι η διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας για την επιλογή των υποψηφίων διευθυντών που προβλέπεται «δεν διασφαλίζει την έγκυρη αξιολόγηση με αντικειμενικά και αξιοκρατική διαδικασία, δηλαδή κατά τρόπο που καθίσταται ελέγξιμη η ουσιαστική αποτίμηση και άρα δεν είναι πρόσφορη για αξιοκρατική επιλογή των ικανότερων».
Τέλος, η Ολομέλεια του ΣτΕ αποφάνθηκε ότι η επίμαχη προβαλλόμενη υπουργική απόφαση είναι παράνομη, αφού η έκδοση της στηρίχθηκε στις αντισυνταγματικές διατάξεις του νόμου 4327/2015 και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εφαρμοστεί.