Βίοι παράλληλοι 1922-2016
Το φθινόπωρο του 1922 στα λιμάνια της χώρας επικρατεί χάος. Πλοία φορτωμένα με χιλιάδες εξαθλιωμένους Μικρασιάτες καταφτάνουν καθημερινά.
Οι δημόσιοι χώροι έχουν πλημμυρίσει από απελπισμένους πρόσφυγες: πλατείες και δρόμοι, θέατρα, ξενοδοχεία, υπόστεγα, κρατικές υπηρεσίες, ακόμη και τα Σφαγεία της Αθήνας. Τα σχολεία δεν λειτουργούν, κατοικίες επιτάσσονται. Κι όμως κάποιοι παραμένουν ασυγκίνητοι στο ανθρώπινο δράμα.
«Το πλοίο μάς ήβγαλε στην Χίο. Οι Χιώτες όταν είδαν ότι έφερε το πλοίο πρόσφυγες πήγανε και βάλανε και τους γαϊδάρους στα σπίτια για να μην βάλουνε καμιά πρόσφυγα και σωθεί» διηγείτο πριν από σαράντα χρόνια η Κλειώ Νικολήνταγια από το Σεβδίκιοϊ.
«Θα μας φάνε το ψωμί...»
Δεν ήταν αλλόθρησκοι, ούτε ξένοι. Ηταν Ελληνες, και μάλιστα «των αλύτρωτων πατρίδων», εκείνοι οι ξεσπιτωμένοι που έμελλε να συναντήσουν τον κοινωνικό ρατσισμό, την απανθρωπιά και την εκμετάλλευση καθώς θα έφταναν με καραβιές στη «μητέρα πατρίδα» τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Οι άνθρωποι αυτοί θα γίνουν συχνά οι «τουρκόσποροι», οι «πρόσφυγγες», οι «παλιοαούτηδες», «αυτοί που ήρθαν να μας πάρουν τις δουλειές» και «να μας φάνε το ψωμί».
Οι ομοιότητες με το σήμερα προκαλούν θλίψη: υποτυπώδης κρατική μέριμνα, το βάρος της αλληλεγγύης επωμίζονται Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ή ξένες αποστολές, επιτήδειοι πλουτίζουν, η άγνοια και η ξενοφοβία δημιουργούν εκρηκτικό κλίμα. «Μαζεύτηκε ο κόσμος και μας κοίταζε περίεργα σαν να είμαστε άλλη φυλή. «Ξέρετε ελληνικά;» μας ρωτούσανε. «Είχατε εκκλησίες στον τόπο σας;». «Ευρωπαϊκά είναι ντυμένοι» λέγανε» μαθαίνουμε από διηγήσεις της εποχής.
Το «Εθνος» παρουσιάζει μερικές από τις συγκινητικές μαρτυρίες προσφύγων που διέσωσε το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών με τη σπουδαία ερευνητική δουλειά υπό τον τίτλο «Εξοδος», τις πρώτες δεκαετίες μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.
Διαβάζοντάς τες περνούν από το μυαλό σύγχρονες εικόνες από το Ωραιόκαστρο, τα Γιαννιτσά, το Σχιστό, τη Σάμο, ακούγονται φωνές για την «ανακατάληψη της πόλης μας». Κι εκείνο το χριστιανικό «τους καλοδεχόμεθα, τους αγαπάμε, τους φροντίζουμε, τους προωθούμε, αλλά εδώ στην Ελλάδα δεν χωράμε άλλοι» που δήλωνε πριν από έναν χρόνο ο μητροπολίτης Ανθιμος. Είναι δύσκολες οι στιγμές που ο άνθρωπος καλείται να αποδείξει την ανθρωπιά του...
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΡΟΒΒΑ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ «Τα τσακάλια έτρωγαν τους νεκρούς»
«Το καράβι μάς έβγαλε στη Μυτιλήνη. Η Μυτιλήνη έκλεισε πόρτες και παράθυρα. Δεν μας δεχτήκανε. Οσοι πήγαν πρώτοι έμειναν στις εκκλησιές. Εμείς μείναμε οκτώ μέρες κάτω από τα δέντρα. Μετά ήρθε άλλο καράβι και μας πήρε. Μας πήγε Πειραιά. Δεν μας δεχτήκανε. Φωνάζανε ότι η Αθήνα έχει πολύ κόσμο. Μας πήγε συνέχεια στην Πάτρα. Κι εκεί δεν μας θέλανε. Τότε οι άντρες βάλανε σανίδες και κατεβήκανε με το έτσι θέλω. Εγώ, η πεθερά μου και τα παιδιά κατεβήκαμε με το βίντσι, μέσα σε μια κόφα» διηγούνταν με πίκρα πριν από μερικές δεκαετίες η Μικρασιάτισσα πρόσφυγας Αγλαΐα Κόντου.
Στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, σε μια χώρα διαλυμένη, με τον λαό της βαριά λαβωμένο από δέκα χρόνια πολέμου και την οικονομία της κατεστραμμένη, κάποιοι ανακαλύπτουν στα πρόσωπα των θυμάτων της προσφυγιάς την πηγή των δεινών τους. Από κάποιους αυτό το 1,5 εκατομμύριο εξαθλιωμένων ανθρώπων θα αντιμετωπιστεί ως εχθρός. Οπως και σήμερα.
«Φωτιά στους πρόσφυγες» Στις 9 Νοεμβρίου 1923, ένα φιλομοναρχικό συλλαλητήριο στους Στύλους του Ολυμπίου Διός καταλαμβάνεται από αντιπροσφυγική υστερία. Δεν είναι η πρώτη φορά. Οι συγκεντρωμένοι ζητούν τον «εξαγνισμό της πρωτεύουσας», την προστασία των «καθαρόαιμων Ελλήνων», και κραυγάζουν: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες».
Οπως αναφέρει ο Βλάσης Αγτζίδης στο βιβλίο του «Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης», ο φιλομοναρχικός εκδότης Νίκος Κρανιτάκης φτάνει το 1933 στο σημείο να απαιτήσει μέσα από τις σελίδες του «Πρωινού Τύπου» να φορούν οι πρόσφυγες κίτρινα περιβραχιόνια ώστε να ξεχωρίζουν από τους γηγενείς...
Οι ροές συνεχίζονται, η ανταλλαγή ξεκινά, κάποιοι μεταφέρονται απευθείας στη Μακρόνησο, εξόριστοι από την κοινωνία... Το 1924, φανατισμένοι κάτοικοι του χωριού Ροδόλειβος της Δράμας απειλούν ότι «θα σφάξωξι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι' όπλων, μαχαίρων και ροπάλων» και σε ορισμένες περιπτώσεις το κάνουν πράξη. Οπλισμένες ομάδες ντόπιων εισβάλλουν σε προσφυγικό καταυλισμό της Νιγρίτας Σερρών, πυρπολούν σκηνές, τραυματίζουν, λεηλατούν και τελικά δολοφονούν έναν πρόσφυγα. Γράφει εκείνο το φθινόπωρο η εφημερίδα «Παμπροσφυγική»: «Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απωλεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων διά την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών».
Ενδεικτικά είναι τα δραματικά λόγια των πρωταγωνιστών της προσφυγιάς. Ελεγε η Μαρία Μπιρμπίλη στους ερευνητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών: «Μετά πήγαμε και σπάσαμε μιαν αποθήκη και πήγαμε και καθίσαμε. Από κει δα ξεκινήσαμε και φύγαμε. Πρώτη του Σεπτέμβρη πήγαμε στη Χίο, δύο του Οκτώβρη ήμαστε στην Κρήτη, στα Χανιά. Εκεί ήρθε ένας και μας πήρε να μαζέψομε ελιές στην Παληοχώρα. Ενα μερόνυχτο και μία μέρα κάναμε για να φτάσουμε. Σαν φτάσαμε στο χωριό, ήθελε να μας βάλει σ' ένα κουμάσι για να κοιμηθούμε. ''Εγώ'', του λέω, ''δεν μπαίνω μέσα, άμα ήθελα να μείνω αιχμάλωτη έμενα και στη Μικρασία''. Ηρθε μετά ο πρόεδρος της κοινότητας και μας έβαλε σ' ένα κελί. Εκεί ήτανε τα μεγάλα, ούτε στρώμα όμως, ούτε πάπλωμα είχαμε να πλαγιάσομε».
«Πέθανε και το παιδί μου...» Και η Δέσποινα Συμεωνίδου από την Καισαριανή έλεγε το 1954: «Επιτέλους φτάσαμε στον Πειραιά. Αλλοι κατέβηκαν εκεί. Εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι για την Καβάλα. Δύο χρόνια μείναμε κάτω από τα τσαντίρια. Ο κόσμος αρρώσταινε και πέθαινε κάθε μέρα. Πέθανε ο άντρας μου, πέθανε και το παιδί μου, ο Χαράλαμπος. Τη νύχτα έρχονταν τα τσακάλια, σκάβανε τους τάφους κι έτρωγαν τους πεθαμένους. Δεν ξέραμε στο χωριό μας τέτοια αγρίμια. Και να δεις, αδελφούλη μου, τη μέρα που θα πέθαινε άνθρωπος, λες και το 'ξεραν τα τσακάλια, έρχονταν τη νύχτα έξω από τα τσαντίρια και ούρλιαζαν λυπητερά. Εμείς καταλαβαίναμε και όλο κλαίγαμε... Αχ! Καλύτερα να μη γινόταν η ανταλλαγή, να μέναμε στα Κενάταλα. Εκεί δουλεύαμε έξι μήνες, έξι μήνες καθόμαστε και τρώγαμε... Πάλι όμως μπορούσε να γίνει αυτό, να μη φεύγαμε;».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ. Μαρτυρία της 9/9/1966 «Μας αποκαλούσαν τουρκόσπορους»
«Την 1η Ιανουαρίου 1923 βρισκόμαστε στο Φισκάρδο της Κεφαλονιάς. Από το Χαλέπι ξεκινήσαμε τον Οκτώβριο του 1922. Στο Φισκάρδο παραμείναμε μέχρι τον Μάιο του 1924. Εκεί ήμασταν περίπου 3.000 πρόσφυγες από διάφορα μέρη του Πόντου. Το μεν Φισκάρδο, ως κέντρο φιλελεύθερων πολιτών, μας υποδέχτηκε μαζί με τα χωριά και μας φιλοξένησαν στα σπίτια τους μέχρι της φυγής μας από κει για τη Μακεδονία. Τουναντίον δε στη Σάμη και δη στην Αγία Ευθυμία (Πηλάρο) ήσαν μισοπρόσφυγες. Μας αποκαλούσαν τουρκόσπορους και όταν αποβιβαστήκαμε στη Σάμη άλλους ύβρισαν και άλλους εχλεύασαν. Τον δε εφοπλιστή Βεργωτή που μας έφερε τον ύβρισαν κι αυτόν που μας έφερε».
ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΑΚΟΓΛΟΥ. Μαρτυρία της 15/5/1968 «Δεν μας έδωσαν τίποτε να φάμε»
«Το ταξίδι κράτησε δεκαέξι μέρες. Μετά τη Ρόδο πιάσαμε Πειραιά, μετά φτάσαμε στην Κέρκυρα. Ηταν παραμονή του Αγίου Σπυρίδωνος, 11 Δεκεμβρίου 1922. Εβρεχε. Βγήκαμε στην παραλία με καΐκια. Λένε: ''Θα σας πάμε με αραμπάδες σε ένα χωριό''. Μας πήγαν στο χωριό Σταυρός. Κάναμε τέσσερις ώρες ώσπου να φτάσουμε εκεί. Εμείς πηγαίναμε πεζή, τα πράγματα μόνο σε αραμπάδες. Και να βρεχόμαστε όλο αυτό το διάστημα. Αλλους έβαλαν στην εκκλησία του χωριού, άλλους στο σχολείο, άλλους σε σπίτια. Δεν ρωτάει κανένας: ''Ποιοι είστε, τι θέλετε;''. Μια αδιαφορία. Δεν μας έδωσαν τίποτε να φάμε. Δεν είχαν κι αυτοί, τι να μας δώσουν; Μια καλημέρα μόνο μας έλεγαν. Καλή ήταν κι αυτή».
ΜΑΡΙΑ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ. Μαρτυρία του 1954 «Κάναμε σπιτάκια με τσι πέτρες»
«Μπήκαμε σε ένα καΐκι μαζί και λίγοι χωριανοί και βγήκαμε στη Χίο. Ο νοικοκύρης μας διώχνει, φοβήθηκε μην του φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ' έναν ελιώνα. Μας διώχνουν κι από κει. Εμείς δεν φύγαμε. ''Κερατά'', του λέει ο άντρας μου, ''εμείς είμαστε διωγμένοι, πού θες να πάμε;''. Κάναμε σπιτάκια με τσι πέτρες, σαν τα παιδιά, και κάτσαμε. Πιάνει ένα απόγευμα βροχή, δεν είχαμε πώς να προφυλαχτούμε. Πήγαμε σ' ένα σπίτι κάτω από τα σκαλοπάτια. Το πρωί ανοίγει ο νοικοκύρης την πόρτα, μας βλέπει, την ξανακλείνει. Σε λιγάκι ξαναβγαίνει, κρατούσε τρεις φέτες ψωμί και τυρί για τα παιδιά. ''Εμείς'', του είπαμε, ''ήρθαμε για να προφυλαχτούμε, δεν ήρθαμε για ελεημοσύνη''. Ενα μήνα μείναμε στη Χίο, ούτε παράθυρο ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή».
ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ «Μας τάιζαν ελιές σκουληκιασμένες»
«Την αρρώστια στη Μακρόνησο την αποχτήσαμε. Ζούσαμε μες στη βρωμιά, την πείνα και τη δίψα. Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί. Μια μαούνα μας έφερνε απ' το Λαύριο νερό κι εκείνο γλυφό και λιγοστό. Μας τάιζαν βρωμερά μακαρόνια, ελιές σκουληκιασμένες, χαλασμένες ρέγγες κι έπεσε τύφος. Και νερό πουθενά. Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό.
Λιποθυμούσε ο κόσμος απ' τη δίψα. Οι εργολάβοι που μας τροφοδοτούσαν μας έφερναν αυτές τις χαλασμένες τροφές κι έπιασε τον κόσμο τύφος. Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε όλα αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εργολάβους. Εκείνοι πλούτισαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους. Μια ομάδα νέων μαζί κι εγώ δημιουργήσαμε μια επιτροπή. Πήγαμε στον Ελευθεριάδη, τον διευθυντή του λοιμοκαθαρτηρίου, και παρουσιαστήκαμε μπροστά του. Ζητήσαμε να βγούμε ανεξάρτητοι. Ανεξάρτητος είναι όποιος βγει από το λοιμοκαθαρτήριο με δικά του έξοδα και η κυβέρνηση δεν θα είχε καμία υποχρέωση απέναντί του.
Ο πρόσφυγας πάλι δεν θα είχε κανένα δικαίωμα. Πολλοί για να σωθούν ζητούσαν να βγουν ανεξάρτητοι αλλά η διοίκηση και πάλι δεν άφηνε. Σου λέω ήθελαν να μας εξοντώσουν. Αλλά εμείς, η νεολαία του Πόντου και του Καυκάσου, πήραμε πέτρες και ξύλα και φοβερίσαμε ότι θα κάψουμε το λοιμοκαθαρτήριο. «Ή θα τα κάψουμε όλα ή θα μας δώσετε χαρτιά να πάμε έξω» του είπαμε. Ετσι αναγκάστηκε να μας δώσει χαρτί εξόδου. Ξέχασα να σου πω ότι κάπου κάπου έρχονταν έμποροι με ιστιοφόρα και πουλούσαν λαθραία σε μας ψωμί. Σπείρα σωστή ήταν. Ενα ψωμί το πουλούσαν μια λίρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι».
ΤΑΣΙΑ ΧΡΥΣΑΦΗ-ΑΚΕΡΜΑΝΙΔΟΥ. Μαρτυρία της 3/10/2006 «Για εκείνους ήμασταν παράσιτα»
«Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, γιατί με το μωρό στην αγκαλιά η μαμά μου (?) πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε "τσ!", ούτε "όχι" δεν λέγανε, "τσ!" κάναν με τη γλώσσα τους και αυτό ήτανε. Εζήτησε λέει ένα ποτήρι γάλα για τη λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε. Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα. «Hρθαν οι 'πρόσφυγγες' να πάρουν το ψωμί μας», έτσι λέγανε».
ΦΩΤΕΙΝΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ-ΚΑΡΑΒΕΛΑ. Μαρτυρια της 14/6/1962 «Τα παιδιά ήταν θεονήστικα & κοιμήθηκαν από το κλάμα»
«Πρωτοβγήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί υποφέραμε πολύ. Τα παιδιά μου κοιμήθηκαν από το κλάμα. Ηταν θεονήστικα. Κατά τα μεσάνυχτα, με τα πολλά, οι επιτροπές, οι επίτροποι, κατάφεραν και μαγείρεψαν ένα πιλάφι. Τώρα πώς πάνε κοντά και πώς παίρνουν το φαΐ; Και πού να το βάλεις; Σπρώξε εσύ, σπρώξε εγώ, μπρος εσύ, μπρος εγώ, πήγα κοντά.
Ούτε μαντίλα στο κεφάλι ούτε τίποτα. Τι να κάνω, άνοιξα την ποδιά μου και μου έβαλαν λίγο πιλάφι. Πήγα, τα ξύπνησα και τα τάισα. Υστερα μας έβαλαν στα βαπόρια και μας έβγαλαν στη Νάξο. Εκεί μας περιποιήθηκαν, μας έδωσαν τσάι, καφέ, ρούμι, μας ετοίμασαν φαγητά. Τη νύχτα μάς έβαλαν να κοιμηθούμε μέσα σε ένα ρέμα. Εως εκεί έφτανε η συμπόνοια τους. Κόντευε να βρέξει. Ο καιρός τα κρέμαγε.
Σε μια στιγμή μια χριστιανή ξεφώνισε από το μπαλκόνι της: "Δεν είστε χριστιανοί; Δεν είστε Ελληνες; Δεν φοβάστε τον Θεό; Δεν ντρέπεστε; Αν βρέξει, το ρέμα θα κατεβάσει νερό και θα πνιγούνε τα γυναικόπαιδα". Σηκώθηκαν και βρήκαν ένα σπίτι που έλειπαν οι άνθρωποί του στην Αμερική. Και ποιος να πρωτοχωρέσει;»...