Νέο σύστημα επιλογής στελεχών στην εκπαίδευση
Τα πτυχία κυρίως, η προϋπηρεσία όπως και η συνέντευξη, αλλά και τα αποτελέσματα που θα έχει κάθε εκπαιδευτικός από την αξιολόγησή του. Αυτά είναι τα στοιχεία «επαγγελματικής ταυτότητας» που θα μετρούν στο νέο σύστημα επιλογής των συνολικά περίπου 20.000 εκπαιδευτικών που θα στελεχώσουν τις διοικητικές θέσεις εκπαίδευσης –δηλαδή από τους διευθυντές των σχολικών μονάδων έως τους 13 περιφερειακούς διευθυντές εκπαίδευσης–, το οποίο προετοιμάζει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Πρόκειται για το έκτο στη σειρά σύστημα επιλογής στελεχών σε επιτελικές θέσεις από το 2006 έως σήμερα. Η θεσμοθέτησή του έχει καθυστερήσει με δεδομένο ότι πρέπει να αρχίσει η προετοιμασία της επόμενης σχολικής χρονιάς, και γι’ αυτό το σύστημα επιλογής αναμένεται να προωθηθεί μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», η επιτροπή του υπουργείου Παιδείας που μελετά το νέο σύστημα, προκρίνει η βασική δομή του να κινείται σε τέσσερις άξονες κριτηρίων, βάσει των οποίων θα μοριοδοτούνται οι υποψήφιοι: α) την επιστημονική και παιδαγωγική τους συγκρότηση, β) την υπηρεσιακή κατάσταση, την καθοδηγητική και διοικητική εμπειρία, γ) τη συνέντευξη ενώπιον επιτροπής και δ) την αξιολόγηση των υποψηφίων. Εμπειρα στελέχη του υπουργείου Παιδείας που μίλησαν στην «Κ» χαρακτήρισαν τον σχεδιασμό έναν συνδυασμό του νόμου 3848 του 2010 και του Προεδρικού Διατάγματος 152 του 2013 που όριζε τα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
Συγκεκριμένα, το σύστημα του 2010 κατένειμε τη μοριοδότηση των υποψηφίων για στελέχη εκπαίδευσης ως εξής:
• Από την επιστημονική και παιδαγωγική συγκρότησή του (δηλαδή πιστοποιημένα πτυχία) ένας υποψήφιος θα μπορούσε να πάρει έως και το 45% του συνόλου των μορίων (το άριστα ήταν 24 μόρια).
• Από την υπηρεσιακή του κατάσταση και την καθοδηγητική και διοικητική εμπειρία (π.χ. προϋπηρεσία σε θέσεις ευθύνης) ένας υποψήφιος θα μπορούσε να πάρει έως και το 27% του συνόλου των μορίων (το άριστα ήταν 14 μόρια).
• Στη συνέντευξη ο υποψήφιος θα μπορούσε να πάρει το 28% του συνόλου των μορίων (το άριστα ήταν 15 μόρια).
• Στον νόμο 3848/2010 προβλεπόταν αξιολόγηση του υποψηφίου, η οποία θα μπορούσε να του δώσει το ανώτερο 12 μόρια. Ωστόσο, η αξιολόγηση δεν εφαρμόστηκε κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου, το 2011 (διότι, μεταξύ άλλων, δεν υπήρχε ο απαραίτητος μηχανισμός αξιολογημένων αξιολογητών). Βεβαίως, όταν έγινε η αξιολόγηση έως το 2014, άλλαξαν και τα ποσοστά βαρύτητας καθενός από τους τρεις άλλους άξονες.
Τα κρίσιμα στοιχεία
Πάνω σε αυτούς τους άξονες και με τη βαρύτητα που είχε καθένας τους το 2010 προκρίνεται να δομηθεί και το νέο σύστημα. Προσοχή: η κατανομή των μορίων και η βαρύτητα κάθε προσόντος μπορεί να ευνοήσουν συγκεκριμένες ομάδες υποψηφίων.
Χαρακτηριστικά, όπως ανέφερε στην «Κ» ο πρώην περιφερειακός διευθυντής Αττικής, Ιωάννης Κουμέντος, το κρίσιμο στοιχείο κάθε συστήματος είναι σε ποιον άξονα κριτηρίων δίνεται βάρος. Ανάλογα με το ανώτατο όριο μορίων που μπορεί κάθε υποψήφιος να συγκεντρώσει σε κάθε κριτήριο, διαφαίνεται και ποιοι υποψήφιοι μπορεί να ευνοηθούν. Για παράδειγμα, οι νεότεροι εκπαιδευτικοί που θα θέσουν υποψηφιότητα συνήθως έχουν περισσότερα πτυχία και άρα ευνοούνται εάν πριμοδοτηθεί ο 1ος άξονας κριτηρίων. Αντίθετα, οι μεγαλύτεροι έχουν προϋπηρεσία και άρα τους ευνοεί να πριμοδοτηθεί ο 2ος άξονας. Οσο για τη συνέντευξη, έχει παραδοσιακά «αξιοποιηθεί» ως ο τρόπος προώθησης «ημετέρων».
Το ισχύον σύστημα, με βάση τον νόμο 4547 του 2018, δίνει (ως άριστα) το 38% των μορίων στον άξονα 1 (πτυχία κ.λπ.), το 31% στον άξονα 2 (προϋπηρεσία) και το 31% στη συνέντευξη.
Αρκετοί, κυρίως από το κυβερνητικό στρατόπεδο των συνδικαλιστών και στελεχών, θεωρούν ότι η απουσία νέων επιτελών διοίκησης ευθύνεται για τα έως τώρα προβλήματα που βρήκε μπροστά της η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, μετά τις εθνικές εκλογές του Ιουλίου. Στο πλαίσιο αυτό, όπως ανέφερε στην «Κ» έμπειρο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας, παρά το ρεκόρ προσλήψεων αναπληρωτών εκπαιδευτικών φέτος (περί τις 37.000), εξακολουθούν να υπάρχουν κενά στα σχολεία και προβλήματα στη διαχείριση του προσωπικού. «Η σημερινή διοίκηση της εκπαίδευσης είτε δεν μπορεί είτε δεν θέλει –το πιθανότερο– να επιλύσει θέματα καθημερινότητας της σχολικής ζωής», τόνισε ο ίδιος.
Από την άλλη, ο σχεδιασμός και ο προγραμματισμός της νέας σχολικής χρονιάς ξεκινούν αρχές Μαρτίου. Ετσι λοιπόν είναι πιθανόν να «χαθεί» και η επόμενη σχολική χρονιά 2020-2021, αφού δεν θα υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος για επαναθεσμοθέτηση δομών και επιλογή των στελεχών διοίκησης και εποπτείας. Γεγονός με σημαντικές συνέπειες για την ποιότητα και την εύρυθμη λειτουργία της εκπαίδευσης.