Με κροκοδείλια δάκρυα και τίτλους όπως «Νέα έκθεση-σοκ για μαθητές», «Αναλφάβητοι οι 15χρονοι στην Ελλάδα», «Εκθεση-κόλαφος για τα σχολεία - Δεν μαθαίνουν ούτε τα βασικά», «Ναυάγιο της εκπαίδευσης στην Ελλάδα» κ.λπ. υποδέχθηκε, αυτές τις μέρες, ο έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος την Ετήσια Εκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής («Εκθεση παρακολούθησης και κατάρτισης για το 2019») για την εκπαιδευτική κατάσταση των Ελλήνων μαθητών.
Στα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν επισημαίνεται ότι σχεδόν ο ένας στους τρεις Ελληνες μαθητές δεν διαθέτει βασικές δεξιότητες στην ανάγνωση, τη γραφή και τα μαθηματικά ή επαρκείς γνώσεις στις θετικές επιστήμες.
Θυμίζουμε ότι στο δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου η ετήσια έκθεση της ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) σημείωσε ότι οι 16χρονοι υστερούν σημαντικά σε κρίσιμα μαθήματα του σχολείου, τα οποία αντιστοιχούν σε βασικές δεξιότητες για τη ζωή.
Από την έκθεση που παρουσιάστηκε χθες από τον επίτροπο Εκπαίδευσης, Τιμπόρ Νάβρατσιτς, προκύπτουν για την Ελλάδα, μεταξύ άλλων, τα εξής:
● Το 35,8% των Ελλήνων μαθητών έχει χαμηλή επίδοση στα μαθηματικά, ενώ στην έκθεση του 2009 το ποσοστό ήταν 30,4%. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 22,2%.
● Ενας στους τρεις επίσης –ακριβές ποσοστό 32,7%– Ελληνες μαθητές έχει χαμηλή επίδοση στις φυσικές επιστήμες, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 20,6%. Το ελληνικό ποσοστό έχει αυξηθεί από το 25,3% του 2009.
● Στην ανάγνωση, το 27,3% των Ελλήνων μαθητών έχει χαμηλή επίδοση, έναντι 19,7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το 2009, ο αντίστοιχος μέσος όρος των Ελλήνων μαθητών ήταν 21,3%.
Οι… θεραπευτές
Είναι αλήθεια ότι, τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να «ανασυγκροτείται» ένας πρώιμος αναλφαβητισμός, μέσα σε μια γενιά που υποστηρίζεται ότι «κολυμπάει» στις δυνατότητες και τις ευκαιρίες των «υπερλεωφόρων» της πληροφορίας.
Ωστόσο, αλήθεια είναι επίσης ότι, τα τελευταία χρόνια, έχει αναζωπυρωθεί η συζήτηση για την «αγραμματοσύνη» των μαθητών και όλες οι σειρήνες της εκπαιδευτικής τρομολαγνείας που μιλάνε για μακροβούτι αποτυχίας ουσιαστικά επιχειρούν να αποσπάσουν τη συναίνεση της κοινής γνώμης για παρεμβάσεις στην εκπαίδευση που αφενός έχουν προαποφασιστεί και αφετέρου ο προσανατολισμός τους λιπαίνει ακόμη περισσότερο το έδαφος της αμάθειας.
Να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής τη θέση μας: η «εκπαίδευση της αμάθειας» δεν εντάσσεται στην παθολογία της καπιταλιστικής εκπαίδευσης, δεν είναι σε καμιά περίπτωση δυσλειτουργία του αστικού σχολείου, μια «άτυχη στιγμή του συστήματος» η οποία μπορεί να επιδιορθωθεί ή να θεραπευτεί μέσα από εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Η «εκπαίδευση της αμάθειας» ανήκει στη φυσιολογία του αστικού σχολείου, αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του, το οποίο δεν μπορεί να το αποβάλει, όσες μεταρρυθμίσεις και αν κάνει. Αν το αποβάλει, δεν θα μπορεί να λειτουργήσει, καθώς δεν θα μπορεί να πραγματοποιήσει τον σκοπό της στο πλαίσιο του καπιταλισμού: να εκπαιδεύσει αφενός κατάλληλα τη δική της νέα γενιά, ως «συνέχεια του εαυτού της», εξοπλίζοντάς την με την ιδεολογία της και με γνώσεις και ικανότητες οι οποίες απαιτούνται για τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και του κράτους και αφετέρου να «εκπαιδεύσει» τη νέα γενιά της εργατικής τάξης, έτσι ώστε αυτή να γίνει ικανή και πρόθυμη για εκμετάλλευση.
Είναι «ζήτημα ζωής και θανάτου» του ίδιου του συστήματος η «παραγωγή» παθητικών, συναινετικών, δογματικών, υπομονετικών, εξουσιαζόμενων, άκαμπτων, συντηρητικών προσωπικοτήτων που αντιστέκονται στην αλλαγή της κοινωνίας, προκειμένου να κρατήσουν ανέπαφες τις παραδοχές τους για τον κόσμο που ζουν.
Ομως, από τη στιγμή που οι κυρίαρχες τάξεις και οι ευαγγελιστές της αγοράς έχουν μεταμφιέσει το πρόβλημα, ώστε να φαίνεται σχολικό, αρχίζει το «κυνήγι των μαγισσών».
Για τις χαμηλές επιδόσεις φταίνε οι καθηγητές που δεν εργάζονται εντατικά, οι μαθητές που δεν διαβάζουν και οι γονείς που δεν ενδιαφέρονται. Οπότε, οι λύσεις αναγκαστικά πρέπει να είναι «εντάσεως εργασίας», δηλαδή αυστηρές εξετάσεις και αξιολόγηση, αυτονομία και ιδιωτικοποίηση.
Να θυμίσουμε, στο σημείο αυτό, ότι όλες οι μεγάλες αντιεκπαιδευτικές παρεμβάσεις του παρελθόντος (π.χ. της περιόδου 1990-1993 ή της περιόδου 1997-1998 κ.λπ.) επιχειρήθηκαν αφού πρώτα πριμοδότησαν τον τρομοκρατικό λόγο για το «ναυάγιο» της εκπαίδευσης και των τροφίμων της.
Εκθέσεις επί εκθέσεων για την κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις χρησιμοποιήθηκαν ως τεκμήριο για να κατακεραυνωθούν οι εμπλεκόμενοι στη διαδικασία της εκπαίδευσης (εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές) για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά και για να γίνει αποδεκτή η προτεινόμενη θεραπευτική αγωγή που πάντα εστίαζε και στην αλλαγή πλεύσης του εκπαιδευτικού συστήματος.
Και σήμερα είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. και το υπουργείο Παιδείας ετοιμάζεται να παρουσιάσει το δικό της σχέδιο για την «αναμόρφωση» του εκπαιδευτικού συστήματος, που δεν αποτελεί παρά «σκονάκι» των επιταγών του ΟΟΣΑ στη χημεία του με τα ιδιαίτερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του κυβερνώντος κόμματος.
Εν ολίγοις, οι 5 μεγάλες προγραμματικές παρεμβάσεις της Ν.Δ. στην εκπαίδευση είναι:
1. Αξιολόγηση σχολικών μονάδων από εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές και κατηγοριοποίηση των σχολείων με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης – Δεύτερο βήμα, αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και σύνδεσή της με τη μισθολογική εξέλιξη.
2. Συμμετοχή της αυτοδιοίκησης και του συλλόγου γονέων στη διοίκηση των σχολείων (με ενίσχυση του ρόλου των διευθυντών) και δημιουργία νέου ολιγομελούς οργάνου υποστήριξης για τη λειτουργία του σχολείου και την εύρεση πρόσθετων οικονομικών πόρων.
3. Λύκειο με γραπτές προαγωγικές εξετάσεις από τάξη σε τάξη, με επιλογή των θεμάτων μέσα από την Τράπεζα Θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας και προσδιορισμός του βαθμού του Εθνικού Απολυτηρίου με συνυπολογισμό των βαθμών και των 3 τάξεων, με ειδικό συντελεστή ανά τάξη.
4. Βάση του 10 και αριθμός εισακτέων καθορισμένος από τα πανεπιστήμια.
5. Εμφαση στην κατάρτιση και άσκηση των μαθητών στις επιχειρήσεις για εξοικείωση με την «πραγματική οικονομία».