Εκπαιδευτικοί ντελίβερι… για εκπαίδευση φαστ φουντ

 

Ενώ δεκάδες χιλιάδες αδιόριστοι εκπαιδευτικοί κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα αναμένοντας από μέρα σε μέρα την πρόσκληση από το υπουργείο Παιδείας για την κατάθεση των αιτήσεων πρόσληψης στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η νέα σχολική χρονιά 2019-2020 θα ξεκινήσει, για άλλη μια φορά, χωρίς διορισμούς μόνιμων εκπαιδευτικών, ενώ την ίδια ώρα θα απαιτηθούν προσλήψεις άνω των 35.000 αναπληρωτών για την κάλυψη των σημαντικών κενών που υπάρχουν στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Αν η υποχρηματοδότηση του δημόσιου σχολείου, οι περικοπές και η φτωχοποίηση του πληθυσμού των εκπαιδευτικών συνιστούν μια πολύ σοβαρή κατάσταση, κι αν οι πληθωρικές τάξεις και οι ευφάνταστοι τρόποι κάλυψης των κενών στα σχολεία με τη μείωση των διδακτικών ωρών και το ξεχείλωμα των αναθέσεων μαθημάτων (ο φιλόλογος διδάσκει Θρησκευτικά, ο μαθηματικός Φυσική, ο μηχανικός Μαθηματικά και ο θεολόγος Ιστορία), που βαθαίνουν το κράτος της αμάθειας, είναι ένα εξόχως σημαντικό ζήτημα, στο οποίο πρέπει να δοθεί απάντηση από εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές, εξίσου σημαντικό θέμα είναι και μια πραγματικότητα που αθέατα και αθόρυβα διαμορφώνεται στο δημόσιο σχολείο.

Αναφερόμαστε στην ύπαρξη δύο ολοένα διογκούμενων ομάδων εκπαιδευτικών που μέσα στους σχολικούς χώρους ονομάζονται υπαινικτικά «μετανάστες» και «ντελίβερι».

«Νομάδες» εκπαιδευτικοί

Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα την περίοδο των μνημονίων, οι ελαστικές μορφές εργασίας αυξάνονται συνεχώς στη δημόσια εκπαίδευση.

Βρισκόμαστε στην εποχή των αναπληρωτών «νομάδων δασκάλων», η επινόηση των οποίων καταργεί την παιδαγωγική σχέση και την αφοσίωση, που είναι απαραίτητες στην εκπαίδευση, η οποία είναι προφανέστατο ότι έχει ανάγκη από μόνιμους διορισμούς κι όχι από πλανόδιους εκπαιδευτικούς για να κλείνουν τρύπες του συστήματος.

Το σχολικό έτος 2011-2012 το ποσοστό των αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών επί των μόνιμων εκπαιδευτικών ήταν 8%, για να φτάσουμε το 2015-2016 στο 14% ενώ για τη νέα σχολική χρονιά αναμένεται ποσοστό πάνω από 20%!

Και τη νέα σχολική χρονιά, η αναλογία μόνιμου και ελαστικά εργαζόμενου προσωπικού (αναπληρωτές-ωρομίσθιοι) αναμένεται να μεταβληθεί υπέρ του δεύτερου, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο το εργασιακό μοντέλο που αργά και συστηματικά εμπεδώνεται στις σχολικές μονάδες.

Για να έχει κάποιος μια εικόνα της μείωσης του μόνιμου εκπαιδευτικού πληθυσμού τα τελευταία χρόνια, αρκεί να πάρει υπόψη του την αναλογία αποχωρήσεων-συνταξιοδοτήσεων από τη μια και μόνιμων διορισμών από την άλλη.

Για παράδειγμα, την 9ετία 2010-2018 είχαμε συνολικά 20.412 αποχωρήσεις από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Γυμνάσια, Λύκεια, ΕΠΑΛ), ενώ την ίδια περίοδο από τις σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οι συνολικές αποχωρήσεις των εκπαιδευτικών από όλη την εκπαίδευση ανέρχονται σε 33.808.

Παράλληλα, οι απανωτές ρυθμίσεις του υπουργείου Παιδείας, κυρίως από το 2010 και μετά, οδηγούν σιγά σιγά στην πλήρη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των μόνιμων εκπαιδευτικών, καθώς χιλιάδες καλούνται να συμπληρώνουν το υποχρεωτικό ωράριο κάνοντας... ακροβατικά για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μέχρι και σε πέντε διαφορετικά σχολεία.

Συγκεκριμένα, τη νέα σχολική χρονιά αναμένεται ότι περισσότεροι από 15.000 καθηγητές θα διδάσκουν σε 2 σχολεία και άνω στα Γυμνάσια, Λύκεια και ΕΠΑΛ της χώρας. Πολύ χειρότερα θα είναι τα πράγματα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ιδιαίτερα με τους εκπαιδευτικούς ειδικοτήτων (Αγγλικών, Γαλλικών, Φυσικής Αγωγής, Πληροφορικούς, καλλιτεχνικών μαθημάτων, μουσικούς, Θεατρικής Παιδείας κ.λπ.).

Αυτό κι αν είναι εκπαιδευτικό «ντελίβερι».

Αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει για τον εκπαιδευτικό να διδάσκει σε δύο και τρία σχολεία την ίδια ημέρα. Σημαίνει, ιδιαίτερα στην επαρχία, δεκάδες χιλιόμετρα καθημερινών μετακινήσεων. Σημαίνει φυσική εξόντωση και οικονομική εξαθλίωση των εκπαιδευτικών. Σημαίνει να αγνοεί ο εκπαιδευτικός ακόμα και τα ονόματα των μαθητών του. Σημαίνει απρόσωπη εκπαιδευτική διαδικασία και διάλυση των παιδαγωγικών αλλά και των ανθρώπινων σχέσεων μεταξύ δασκάλων και μαθητών, η ανάπτυξη των οποίων είναι απαραίτητος όρος για τη διατήρηση του αναγκαίου κοινωνικού ιστού για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των νέων.

Κάθε χρόνο και χειρότερα

Είναι φανερό ότι από το 2010 μέχρι σήμερα όλες οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας έχουν επέμβει στις ζωές των αναπληρωτών εκπαιδευτικών, του πιο αδύναμου κρίκου στην αλυσίδα της εκπαίδευσης.

Αυτήν ακριβώς την αίσθηση έχουν προκαλέσει στους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, που σαν μετανάστες μήνες και μήνες λιώνουν τα παπούτσια τους σε όλη την Ελλάδα για μια… χούφτα μόρια, αφενός οι μηδενικοί διορισμοί, αφετέρου οι αλλεπάλληλοι «κόφτες» προσωπικού στη δημόσια εκπαίδευση.

Από την υπουργό Αννα Διαμαντοπούλου, που συγχώνευσε και έκλεισε μέσα σε μια νύχτα πάνω από χίλιες σχολικές μονάδες, τον Κ. Αρβανιτόπουλο, που αύξησε το ωράριο των εκπαιδευτικών και έβγαλε στη διαθεσιμότητα εκατοντάδες εκπαιδευτικούς τεχνικών ειδικοτήτων, μέχρι τις αλχημείες των πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας της περιόδου 2015-2019, που προχώρησαν σε αλλαγές στα ωρολόγια προγράμματα των Γυμνασίων, μείωσαν το ωράριο των σχολικών μονάδων και έκαναν τις αναθέσεις μαθημάτων των ειδικοτήτων λάστιχο, οι εκπαιδευτικοί στη χώρα μας, μόνιμοι και αναπληρωτές, κατανόησαν την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική ως επίμονο και επίπονο τρύπημα σκληρών επιφανειών!

«Μια ευφυής άποψη»

Εδώ και πολλά χρόνια, πριν ακόμη από την αρχική φάση των μνημονίων ο ΟΟΣΑ έδινε «οδηγία» μείωσης του εκπαιδευτικού προσωπικού. Στην τελευταία έκθεσή του «Για ένα λαμπρό μέλλον της εκπαίδευσης στην Ελλάδα» (2018) το ζήτημα των διορισμών και της διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού έχει κεντρική θέση. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό της αντίληψης που έχει για το θέμα της στελέχωσης των σχολείων με εκπαιδευτικούς και για τον τρόπο επίλυσής του:

«Η επίλυση του προβλήματος των λιγότερων οργανικών θέσεων ήταν ευφυής (!) και από διοικητική και από οικονομική άποψη. Η εναλλακτική λύση ήταν η χρήση αναπληρωτών εκπαιδευτικών, με τη συμφωνία και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. (…) Δεν μισθοδοτούνται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, κι έτσι –από μια μακροοικονομική άποψη- δεν αποτελούν μια επιπλέον μακροχρόνια επιβάρυνση του εθνικού προϋπολογισμού».

Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συμφωνήσει ότι μπορούν χρήματα του Ευρωπαϊκού Διαρθρωτικού Ταμείου να καλύπτουν τους μισθούς των αναπληρωτών (τυπικά, οι δαπάνες αυτές δεν αντιπροσωπεύουν μισθούς αλλά εκπαιδευτικές υπηρεσίες, γι’ αυτό δεν λαμβάνουν μισθό το καλοκαίρι).

Βρισκόμαστε ήδη στην εποχή των αναπληρωτών «νομάδων εκπαιδευτικών» (πάνω από 35.000 τη νέα σχολική χρονιά), η επινόηση των οποίων καταργεί την παιδαγωγική σχέση και την αφοσίωση που είναι απαραίτητες στην εκπαίδευση, ενώ ανοίγει τον δρόμο στο νέο εργασιακό μοντέλο που αργά και συστηματικά εμπεδώνεται στις σχολικές μονάδες.