Τη σημαντική επιδείνωση των διαχρονικών προβλημάτων της εκπαίδευσης στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία αποτυπώνει η ετήσια έκθεση για την Εκπαίδευση 2019-2020 του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ.
Η μελέτη εξετάζει βασικούς δείκτες που αφορούν τον μαθητικό και φοιτητικό πληθυσμό αλλά και τις δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών εκπαίδευσης τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αποδεικνύεται όξυνση των ανισοτήτων που αποδυναμώνουν την κοινωνική συνοχή της χώρας αλλά και ανάγκη χάραξης εθνικών πολιτικών για τον εκσυγχρονισμό και την ποιοτική αναβάθμιση του ελληνικού δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, τα διαχρονικά προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας σχετίζονται με ζητήματα εισροών και εκροών, όπου στις εισροές συμπεριλαμβάνεται το εκπαιδευτικό προσωπικό, η επάρκεια και η ποιότητα του υλικοτεχνικού εξοπλισμού και των υποδομών, τα προγράμματα σπουδών και φυσικά η χρηματοδότηση, ενώ στις εκροές λογίζονται τα μαθησιακά-εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Επιπλέον μείζονα ζητήματα αποτελούν οι εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες που οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, τοποθετώντας την Ελλάδα σε εξαιρετικά δυσχερή θέση συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Ξεκινώντας από τις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης για την εκπαίδευση, αυτές διαχρονικά υπολείπονται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (8,3% έναντι 10,2% αντίστοιχα, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2018) κατατάσσοντας την Ελλάδα στην προτελευταία θέση της Ε.Ε.28. Ιδιαίτερα την περίοδο 2008-2018 οι δύο πηγές χρηματοδότησης, δηλαδή το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και ο Τακτικός Προϋπολογισμός του υπουργείου Παιδείας, καταγράφουν πρωτοφανείς μειώσεις.
Από την οριζόντια αυτή μείωση επλήγησαν κυρίως η ειδική αγωγή, η προσχολική εκπαίδευση και η εκπαίδευση αλλοδαπών και μεταναστών, αλλά και μεγέθη που σχετίζονται με την ανάπτυξη της χώρας, δηλαδή η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.
Την ίδια ώρα οι δαπάνες των νοικοκυριών για εκπαίδευση στην Ελλάδα υπερέχουν σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (2,1% έναντι 1,2% αντίστοιχα το 2018). Αυτές αφορούν κυρίως την εξωσχολική υποστήριξη των μαθητών της δευτεροβάθμιας και τις δαπάνες για τις σπουδές μέλους του νοικοκυριού σε ίδρυμα της τριτοβάθμιας που βρίσκεται σε διαφορετική πόλη από την έδρα του νοικοκυριού. Καταγράφεται επίσης και η μη επάρκεια σε όλες τις βαθμίδες και τύπους εκπαιδευτικών μονάδων κτιριακών υποδομών, εργαστηριακού εξοπλισμού και υλικοτεχνικής υποδομής.
Την ανάγκη για μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικού, εργαστηριακού και λοιπού διοικητικού προσωπικού επισήμαναν οι εκπρόσωποι του Κέντρου Μελετών & Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ (ΚΕΜΕΤΕ-ΟΛΜΕ) Γιώργος Ανδρινόπουλος και Μαρία Γεωργαρίου αλλά και ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Παιδαγωγικών Ερευνών Μελετών της ΔΟΕ (ΙΠΕΜ-ΔΟΕ) Κώστας Λολίτσας και ο γραμματέας Γιάννης Κανελλόπουλος, καθώς, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της περιόδου 2002-2014, καταγράφεται σημαντική γήρανση του προσωπικού -διδακτικού και όχι μόνο- σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, η οποία οφείλεται στην επί χρόνια αδυναμία του κράτους να προχωρήσει στους απαραίτητους μόνιμους διορισμούς και προσλήψεις.
Η Ελλάδα, σε αρκετούς δείκτες συμμετοχής στην εκπαίδευση, βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε.28 (πίνακας 1). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μόλις το 3,9% των ενηλίκων (25-64 ετών) συμμετείχαν στην εκπαίδευση και κατάρτιση έναντι του ευρωπαϊκού 11,3%, το 2019, ενώ το ποσοστό συμμετοχής του συνολικού μαθητικού πληθυσμού της ανώτερης δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης (28,8%) φέρνει την Ελλάδα στην 23η θέση, με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ποσοστό να διαμορφώνεται στο 47,8%.
Πάντως τα πιο ανησυχητικά στοιχεία είναι οι αρνητικές πρωτιές της χώρας στους δείκτες των κοινωνικών ανισοτήτων. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η Ελλάδα:
■ Κατέχει την πρώτη θέση στην Ε.Ε.28, σύμφωνα με στοιχεία του 2018, σε ποσοστό πληθυσμού 15-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (35,3% έναντι 22,2 του ευρωπαϊκού Μ.Ο.)
■ Κατέχει την τέταρτη θέση στον δείκτη NEET (νέοι 15-24 ετών που βρίσκονται παράλληλα εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης) με ποσοστό 14,1% έναντι 9,6% του ευρωπαϊκού Μ.Ο.
■ Ως προς τον συντελεστή απόκλισης (GINI) της κατανομής του εισοδήματος (ατόμων ή νοικοκυριών) από μια (θεωρητικά) ίση κατανομή, η Ελλάδα είναι στην τέταρτη χειρότερη θέση στην Ε.Ε.28 ως προς τις ανισότητες. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως και το υψηλότερο ποσοστό υλικής αποστέρησης των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Στα θετικά, στα «καμάρια» της χώρας, όπως τα χαρακτήρισε η γενική γραμματέας του ΚΕΜΕΤΕ-ΟΛΜΕ Μ. Γεωργαρίου, είναι το χαμηλό ποσοστό πρόωρης σχολικής εγκατάλειψης (4,7% σε σχέση με το κατά πολύ υψηλότερο ευρωπαϊκό ποσοστό, το οποίο φτάνει το 10,5% που ξεπερνά κατά μισή μονάδα τον ευρωπαϊκό στόχο για το 2020) αλλά και η ακαδημαϊκή ποιότητα των νέων της χώρας. Σε σχέση λοιπόν με την Ε.Ε. των 28:
■ είμαστε πρώτοι σε ποσοστό φοιτητών τριτοβάθμιας (προπτυχιακού κύκλου),
■ είμαστε τρίτοι σε ποσοστό διδακτορικών φοιτητών,
■ είμαστε τέταρτοι σε ποσοστό των νέων (ηλικίας από 30 έως και 34 ετών) με μορφωτικό επίπεδο αποφοίτου ανώτερης δευτεροβάθμιας & μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ISCED3-Gen και ISCED4-Gen), με ποσοστό 43%, ξεπερνώντας τον ευρωπαϊκό στόχο του 40% για το 2020.
Επίσης στην έρευνα καταγράφεται βελτίωση της αναλογίας των αποφοίτων στην κατηγορία STEM (Φυσικές επιστήμες, Τεχνολογία, σπουδές Μηχανικού και Μαθηματικά) και με αξιοσημείωτη εκπροσώπηση των γυναικών στην κατηγορία αυτή.
Τι κάνει η ελληνική κυβέρνηση με τα συμπεράσματα της έκθεσης; Φροντίζει, με τα νομοθετήματά της, για την επιδείνωση όλων των δεικτών!